- καλοθυμούμαι
- και καλοθυμάμαι (Μ καλοθυμοῡμαι)θυμάμαι καλά, ξεκάθαρανεοελλ.θυμάμαι και αναπολώ με ευχαρίστηση ή συγκίνηση («όντως σέ συλλογίζεται και σέ καλοθυμάται», δημ. τραγ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοθυμούμαι — και καλοθυμάμαι καλοθυμήθηκα, θυμάμαι καλά ή ευχάριστα: Όλα τα καλά περιστατικά τα καλοθυμάμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοθυμιά — η [καλοθυμούμαι] καλή, ευχάριστη θύμηση ή αναπόληση … Dictionary of Greek
καλοθύμητος — η, ο [καλοθυμούμαι] (Μ καλοθύμητος, ον) αυτός τον οποίο θυμάται και αναπολεί κάποιος ευχάριστα («καλοθύμητη γνωριμία») νεοελλ. αυτός τον οποίο θυμάται κάποιος εύκολα και ζωηρά εξαιτίας σημαντικού ή ευχάριστου γεγονότος, ευκολοθύμητος («καλοθύμητη … Dictionary of Greek